- εντορνεύω
- (Α ἐντορνεύω)σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, τό περνώ από τόρνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντορνεύουσιν — ἐντορνεύω turn by the lathe pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐντορνεύω turn by the lathe pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντορνεῦσαι — ἐντορνεύω turn by the lathe aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντορνεύσαντες — ἐντορνεύω turn by the lathe aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντορνία — ἐντορνία, η (Α) η ενέργεια τού εντορνεύω, η τόρνευση, το τόρνευμα … Dictionary of Greek